Friday, March 11, 2011

Το απολιθωμενο δεντρο

Υπηρχε μια μοναχικη ξερη γωνια στο κηπο που συνεχεια κοιτουσα απο την ακρη του παραθυρου. Γυρω της τα φυτα και τα λουλουδια σχηματιζαν μικρες κοινωνιες που συζητουσαν τα δικα τους,ενω αναμεσα απο τα ατημελητα σχηματισμενα χορτα ενας μικροκοσμος επαιζε στο παραμυθι της καθημερινοτητας, σχεδιαζοντας μικρες αβεβαιες παραστασεις στο αναγλυφο σανιδι.
Οι καταρραχτες του ουρανου χαριζαν απλοχερα στη γωνια μικρα δωρα, ο ηλιος συχνα ερωτοτροπουσε μαζι της, ενω συμμαχος κι ο ανεμος μετεφερε συχνα αισιοδοξα μηνυματα με μικρους αγγελιοφορους σπορους. Ομως η γωνια παρεμενε ξερη, απροσιτη και αγονη. Θα ελεγε κανεις οτι κλεισμενη στον εαυτο της επικοινωνουσε μοναχα με τα εσωψυχα της. Καθε τοσο μικρες χαοτικες ραγαδες τη χωριζαν σε τμηματα και το ενα επαυε να μιλαει στο αλλο.
Παντοτε αδεια, παντοτε ξερη, να χαλαει το σκηνικο που ειχα δημιουργησει στο μυαλο μου, με γεμιζε εκνευρισμο. Τουλαχιστον να ειχε εστω και ενα λουλουδι..
Σιγα σιγα με το καιρο, ο μικρος μου εκνευρισμος εγινε μισος και το μισος αρχισε με μανια να σφυροκοπει το ψυχισμο μου με υπερβολικες δοσεις σχιζοφρενειας. Μου εγινε εμμονη ιδεα αυτη η γωνια να παψει να αντιστεκεται στα δημιουργικα μου σχεδια, να υποκυψει στην χρωματικη μου μανια και να δηλωσει υποταγη απο το χαμηλο της επιπεδο στην ανωτεροτητα μου.


Μια μερα η συγκρουση του ψυχισμου μου εχτισε μια μικρη παραγκα παρανοιας στο εδω και μερες αρρωστο μυαλο φωτιζοντας ενα μονοπατι ιδεων που προθυμες να με βγαλουν απο το αδιεξοδο, κινησαν νωχελικα μερικα απο τα βηματα μου. Βγηκα στο κηπο και με ενα φτυαρι αρχισα να σκαβω δαιμονισμενα ανοιγοντας μια τρυπα που ολο και μεγαλωνε. Οταν βεβαιωθηκα οτι μπορει να χωρεσει το μισο μου σωμα, πεταξα το φτυαρι μακρια και τρυπωσα μεσα της. Αρχισα με γρηγορες κινησεις να γεμιζω τα κενα με το φρεσκοσκαμμενο χωμα μεχρι που με καλυψε εντελως. Ενα υπουλο χαμογελο ζωγραφιστηκε στο προσωπο μου και κοιταξα ψηλα στα συννεφα καρτερωντας τη πρωτη βροχη. Αποκοιμηθηκα με ανοιχτα παγωμενα ματια..


Μια νυχτα το σωμα μου αρχισε ξαφνικα να σταζει, και μικρες διαδρομες νερου φωλιασαν στη χωματινη φυλακη που με κρατουσε ηθελημενα ακινητοποιημενο. Το σχεδιο μου ειχε πια αρχισει να παιρνει σαρκα και οστα,το ανθρωπινο δεντρο ξεκινουσε την επαφη του με το νεο του κοσμο. Η στιγμη που ονειρευομουν καιρο, το να δω τη μικρη ξερη γωνια μου να φυτρωνει ειχε πια ερθει και τιποτα δε μπορουσε να τη σταματησει, ουτε ο Θεος.


Δε ξερω ποσες χωματινες στιγμες περασαν, ομως ξαφνικα αρχισα να νοιωθω το χωμα απο κατω μου να κινειται παραξενα,και το κορμι μου να αλλαζει σχημα γεμιζοντας μικρα κλαδια. Ενα ταξιδι με αγνωστο προορισμο ξεκινησε να με αποκοπτει αργα απο την βαση της χωματινης φυλακης μου και να με οδηγει προς τα πανω. Τα χερια μου τεντωσαν προς τη μερια του ηλιου,τα μαλλια μου απλωθηκαν και μπλεχτηκαν μαζι τους, τα ματια μου τρεμοπαιζαν σαν μικρες γυαλινες μελισσες και μια αγρια χαρα με κυριεψε. Το ονειρο που εγινε πραγματικοτητα και η μοναχικη γωνια του κηπου ειχε πια σκεπαστει απο ενα ομορφο σπανιο δεντρο που συντομα εγινε τοπος κατοικιας παιχνιδιαρικων νεραιδων και μικρων διαβολικων ξωτικων.


Ομως ξαφνικα με κυριεψε τρομος και απογνωση. Δε μπορουσα πια να σκυψω να με δω, δε μπορουσα να με φροντισω, δε μπορουσα να κινηθω ουτε να διπλωθω οπως εκανα οταν ημουν ανθρωπος. Εγινα ενα φυλακισμενο πιονι στη παγιδα του ιδιου μου του ονειρου.


Ο ανεμος σαν να καταλαβε τις σκεψεις μου , αρχισε να φυσαει πανω στα κλαδια  τιναζοντας τα και δινοντας μια ανεξελεγκτη κινηση στα φυλλα μου παρουσιαζοντας με στα ξωτικα και τις νεραιδες ως πανικοβλητο δεντρο. Βιαστηκαν να με αφησουν μονο και να το σκασουν μακρια αφηνοντας τα κλαδια μου στη μανια του αερα. Προσπαθησα να κοιταξω γυρω για βοηθεια ομως κανεις δε καταλαβαινε τη γλωσσα ενος δεντρου που μιλαει ανθρωπινα. Επεσα σε μελαγχολια και οι νεογεννητες ριζες μου με καλουσαν απεγνωσμενα, ομως ειχα διακοψει αποτομα καθε επαφη μαζι τους. Αρχισα να τις μισω και να τις καταριεμαι μερα και νυχτα, μεχρι που ξαφνικα απολιθωθηκαν και εμειναν ακινητες. Τα φυλλα μου μαραθηκαν, τα κλαδια μου εγιναν πετρωμενοι σκελετοι και το κορμι μου μαρμαρωσε. Με δυσκολια καταφερα να ριξω μια κλεφτη ματια στο εδαφος προς τη ξερη μου γωνια η οποια με κοιτουσε με το ιδιο απροσιτο βλεμμα της.

    ***   By Tenedor  ***
Υπαρχει μια μοναχικη γωνια στην ακρη του παραθυρου μου που εδω και πολυ καιρο δεν ειδα κανεναν να την πλησιαζει. Η κουρτινα γεμισε σκονες,τα φωτα δεν αναψαν ποτε και νοιωθω εναν παραξενο εκνευρισμο που μερα τη μερα μου γινεται μισος. Και το μισος σφυροκοπει το ψυχισμο μου με μεγαλες δοσεις σχιζοφρενειας.